- θύραυλος
- θύραυλοςliving out of doorsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θύραυλος — θύραυλος, ον (Α) αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσ αυλος, όμ αυλος] … Dictionary of Greek
θύραυλον — θύραυλος living out of doors masc/fem acc sg θύραυλος living out of doors neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύραυλοι — θύραυλος living out of doors masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
θυραυλία — θυραυλία, ἡ (Α) [θύραυλος] 1. (για στρατιώτες ή για άγρια ζώα) η παραμονή έξω, ο καταυλισμός στο ύπαιθρο 2. (για εραστές) η αναμονή μπροστά στην πόρτα … Dictionary of Greek
θυραυλικός — θυραυλικός, ή, όν (Α) [θύραυλος] αυτός που αναφέρεται στη θυραυλία* … Dictionary of Greek
θυραυλώ — θυραυλῶ, έω (Α) [θύραυλος] 1. αυλίζομαι στο ύπαιθρο, ζω ή μένω στο ύπαιθρο 2. ζω σε στρατόπεδο, σε στρατιωτικό καταυλισμό 3. (για εραστές) περνώ τη νύχτα μπροστά στην πόρτα τής ερωμένης … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek